- πατροκτόνον
- πατροκτόνοςmurdering one's fathermasc/fem acc sgπατροκτόνοςmurdering one's fatherneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отьцеоубиица — ОТЬЦЕОУБИИЦ|А (3*), Ѣ (А) с. Отцеубийца: именоваше их… гнѣвливы же и ревнивы и ˫ары. ѡт҃цеѹбиица. [так!] тати и хищники (πατροκτόνους) ЖВИ XIV–XV, 27г; ка(к) ѹбо подобно есть б҃у прелюбодѣю быти. или мужеложнiку или ѡц҃еѹбиици. (πατροκτόνον) Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πατροκτόνος — ο, η / πατροκτόνος, ον, ΝΜΑ αυτός που φονεύει τον πατέρα του αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στην πατροκτονία (α. «πατροκτόνον μίασμα» το μόλυσμα τής πατροκτονίας, Αισχύλ. β. «πατροκτόνος δίκη» η τιμωρία τής πατροκτονίας, Σοφ.) 2. φρ. «χεὶρ… … Dictionary of Greek